- κλυτοεργός
- κλυτοεργός, -όν (Α)ονομαστός για τα έργα του ή για την τέχνη του, κλυτοτέχνης* («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. ιερο-εργός, φυτο-εργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλυτοεργός — making masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυτοεργόν — κλυτοεργός making masc/fem acc sg κλυτοεργός making neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυτοεργέ — κλυτοεργός making masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek